-
1 προσδοκέω
A to be thought besides, c. inf.,ἀπειρόκαλος προσέδοξεν εἶναι D.22.75
, 24.183 (but better divisim πρὸς ἔδοξεν).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδοκέω
См. также в других словарях:
προσδοκώ — (I) προσδοκῶ, άω, ΝΜΑ, ιων. τ. προσδοκέω Α περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο, ελπίζω («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῡ μέλλοντος αἰῶνος», Σύμβ. Πίστ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το προσδοκώμενο κατηγορία τού συντακτικού… … Dictionary of Greek